- σελίν
- σελίςcross-beamfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σελίν — (Celine, ψευδώνυμο του Louis Ferdinand Destouches). Γάλλος συγγραφέας (Κουρμπεβουά 1894 Μεντόν 1961). Στο μυθιστόρημα του Ταξίδι στην άκρη της νύχτας (1932) παρουσιάζει με εκπληκτική πληρότητα την οργή που του προκαλούσε το θέαμα της ανθρώπινης… … Dictionary of Greek
μηλίτης — Αλκοολούχο ποτό που παρασκευάζεται με ζύμωση χυμού μήλων, αλλά και άλλων φρούτων, όπως τα αχλάδια. Ο χυμός εξάγεται από τα μήλα ή τα άλλα φρούτα, με πίεση είναι μέτρια οινοπνευματούχος, ελαφρά ξινός στη γεύση, μπορεί ωστόσο να έχει ποικίλα και… … Dictionary of Greek
πρασίτις — ιδος, ἡ, Α είδος πολύτιμου λίθου, πιθ. το σμαράγδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πράσιον + επίθημα ῖτις (πρβλ. σελιν ῖτις)] … Dictionary of Greek
σαυρίτης — ὁ, Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «εἶδός τι ὄφεως» 2. είδος πολύτιμου λίθου που αναφέρεται ότι βρισκόταν στην κοιλιά σαύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαύρα + επίθημα ίτης (πρβλ. σελιν ίτης)] … Dictionary of Greek
σαυρίτις — ίτιδος, ἡ, Α το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό αναγαλλίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαύρα + επίθημα ῖτις (πρβλ. σελιν ῖτις)] … Dictionary of Greek
σελλί — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ.), στην επαρχία Ρεθύμνης, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (13 τ. χλμ.), στην οποία ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Μύρθιος (υψόμ. 440 μ.). 2. Ορεινός… … Dictionary of Greek
σεμιδαλάτον — τὸ, Μ ο σεμιδαλίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεμίδαλις «σιμιγδάλι» + κατάλ. ᾶτον (πρβλ. σελιν ᾶτον)] … Dictionary of Greek
σκορδάτον — τὸ, Α η σκορδαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόρδον + ᾶτον (πρβλ. σελιν ᾶτον)] … Dictionary of Greek
σχοινανθάτον — τὸ, Α οίνος αρωματισμένος με σχοινάνθη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοινάνθη + κατάλ. ᾶτον (πρβλ. σελιν ᾶτον)] … Dictionary of Greek
υλίτης — ή ὑλήτις ή ὑλήτης ή ὑλητήρ Α (κατά τον Ησύχ.) είδος οίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + επίθημα ίτης / τής / τήρ (πρβλ. σελιν ίτης), πιθ. είδος οίνου που έχει υποστεί διήθηση (ὕλη «κατακάθι»). Ο τ. ὑλήτις έχει διορθωθεί σε ὑλίτης] … Dictionary of Greek